- κατεργασία
- κατεργασίᾱ , κατεργασίαworking upfem nom/voc/acc dualκατεργασίᾱ , κατεργασίαworking upfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεργασίᾳ — κατεργασίᾱͅ , κατεργασία working up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργασία — η (Α κατεργασία) [κατεργάζομαι] 1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.) 2. η … Dictionary of Greek
κατεργασία — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατεργάζομαι, επεξεργασία, δούλεμα: Τα δέρματα αυτά θέλουν ειδική κατεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανουργική κατεργασία — Το σύνολο των λειτουργιών οι οποίες, χρησιμοποιώντας μηχανολογικό εξοπλισμό, διαμορφώνουν υλικά με στόχο την παραγωγή εξαρτημάτων με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Υπάρχουν πολλά μηχανουργικά εργαλεία, το πιο βασικό των οποίων είναι ο τόρνος. Ο… … Dictionary of Greek
κατεργασίας — κατεργασίᾱς , κατεργασία working up fem acc pl κατεργασίᾱς , κατεργασία working up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάδευση — Κατεργασία που χρησιμοποιείται στη σιδηρουργία για παραγωγή μαλακού σιδήρου. Πριν από την ανακάλυψη του απίου του Μπέσεμερ, η α. ήταν η μοναδική μέθοδος για την αφαίρεση του άνθρακα από τον χυτοσίδηρο· σήμερα όμως έχει περιπέσει σε αχρηστία. Η… … Dictionary of Greek
κατεργασίαι — κατεργασίᾱͅ , κατεργασία working up fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργασίαν — κατεργασίᾱν , κατεργασία working up fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
κατεργασίαις — κατεργασία working up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)